- ἀναστάσιος
- ἀνάστασιςmaking to standfem gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀναστάσιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε … Dictionary of Greek
Αναστάσιος Αμπελακιώτης — (18ος αι.). Λόγιος κληρικός, εφημέριος της ελληνικής παροικίας της Τεργέστης. Το 1814 δημοσίευσε τη μετάφραση κειμένου του Λουδοβίκου Σωτήρα με τίτλο Ιστορικοκρητική απολογία του Γένους,στην οποία αντικρούονται εκείνοι που υποστήριζαν ότι οι… … Dictionary of Greek
Αναστάσιος ο Μελωδός — Όνομα τριών ή περισσότερων εκκλησιαστικών υμνογράφων και ποιητών. Είναι γνωστοί μόνο με το όνομα Α., το οποίο βρίσκεται στην ακροστιχίδα των ποιημάτων τους και γι’ αυτό δεν είναι εξακριβωμένο ολόκληρο το όνομά τους και ο τόπος καταγωγής τους.… … Dictionary of Greek
Αναστάσιος, Μιχαήλ — (τέλη 17ου – αρχές 18ου αι.). Λόγιος από τη Νάουσα. Σπούδασε στη Γερμανία και διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας του Βερολίνου. Είναι ίσως ο πρώτος –χρονολογικά– Έλληνας συγγραφέας ταξιδιωτικών κειμένων της νεότερης λογοτεχνίας μας. Έργα του: Σύμβολον … Dictionary of Greek
Γιαννίτσης, Αναστάσιος — (Αθήνα 1944 –). Πολιτικός. Καθηγητής οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπήρξε οικονομικός σύμβουλος στις κυβερνήσεις των πρωθυπουργών Ανδρέα Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη. Το 2002 ανέλαβε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών. Ο πολιτικός Αναστάσιος… … Dictionary of Greek
Γόρδιος, Αναστάσιος — (Βρανιανά Αγράφων 1654 – 1729).Συγγραφέας και διδάσκαλος του Γένους. Ήταν ο πιο δημοφιλής μαθητής του Ευγένιου Γιαννούλη, με τη βοήθεια του οποίου ο Γ. συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Αθήνα και αργότερα στην Πάντοβα της Ιταλίας, όπου σπούδασε… … Dictionary of Greek
Ορλάνδος, Αναστάσιος — (Αθήνα 1887 – 1979). Έλληνας αρχαιολόγος, φιλόσοφος και αρχιτέκτονας, ομότιμος καθηγητής του πανεπιστήμιου Αθηνών και του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Διετέλεσε τακτικός καθηγητής της αρχιτεκτονικής μορφολογίας και ρυθμολογΊας του Ε.Μ.Π. (1920 1958)… … Dictionary of Greek
Παπούλας, Αναστάσιος — (Μεσολόγγι 1857 – Αθήνα 1935). Έλληνας στρατιωτικός. Προεχόμενος από το στράτευμα, έφτασε μέχρι την ανώτατη βαθμίδα της στρατιωτικής ιεραρχίας. Έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στο Μακεδονικό αγώνα (1907), στο κίνημα του 1909,… … Dictionary of Greek
Πολυζωίδης, Αναστάσιος — (Μελένικο 1802 – Αθήνα 1873). Έλληνας λόγιος, πολιτικός και νομικός. Σπούδασε στο Μελένικο (όπου είχε δασκάλους τον Μετσοβίτη Αδάμ Τσαπέκο και τον Γιαννιώτη λόγιο Χριστόφορο Φιλητά), στις Σέρρες (όπου μαθήτευσε κοντά στον Μηνά Μηνωίδη) και από το … Dictionary of Greek